- περιεῖδον
- περϊεῖδον , περί-εἶδονseeaor ind act 3rd plπερϊεῖδον , περί-εἶδονseeaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CANTOR — I. CANTOR Graece Α᾿ιδὸς apud Homer. Od. γ. v. 265. Η῞δ᾿ ἤτοι το πρὶν μὲν ἀναίνετο ἔργον ἀεικὲς Δῖα Κλυταιμνήςτρη, φρεσὶ γὰρ κέχρητ᾿ ἀγαθῇτι, Παῤ γὰρ ἔην καὶ Αὀιδὸς ἀνὴρ, ᾧ πόλλ῾ ἐπέτελλεν Α᾿τρείδης, Τροὶηνδε κιὼν; εἴρυςθαι ἄκοιτιν, Α᾿λλ᾿ ὅτε δή… … Hofmann J. Lexicon universale
κατοίχομαι — (Α) (ενεστ. με σημ. παρακμ.) 1. έχω φύγει, έχω πεθάνει 2. (πληθ. αρσ. μτχ. ενεστ. με άρθρο) οἱ κατοιχόμενοι οι πεθαμένοι («τὰ τῶν κατοιχομένων νόμιμ οὐ περιεῑδον ὑβριζόμενα», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἴχομαι με σημ. «έχω φύγει, έχω… … Dictionary of Greek
μέμφομαι — (ΑM μέμφομαι, Μ και μέφομαι και μέμφω) 1. κατηγορώ, κακολογώ, κατακρίνω, καταφέρομαι εναντίον κάποιου («μεμψομένους τοῑσι Λακεδαιμονίοισι ὅτι περιεῑδον ἐσβαλόντα τὸν βάρβαρον ἐς τὴν Ἀττικήν», Ηρόδ.) 2. μεμψιμοιρώ, έχω παράπονα με τη μοίρα μου 3.… … Dictionary of Greek